- περιυβρίσαντας
- περιυβρίζωinsult wantonlyaor part act masc acc plπερϊῡβρίσαντας , περιυβρίζωinsult wantonlyaor part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.